- βένθει
- βένθοςdepthneut nom/voc/acc dual (attic epic)βένθεϊ , βένθοςdepthneut dat sg (epic ionic)βένθοςdepthneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βένθε' — βένθεα , βένθος depth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βένθει , βένθος depth neut nom/voc/acc dual (attic epic) βένθεϊ , βένθος depth neut dat sg (epic ionic) βένθει , βένθος depth neut dat sg βένθεε , βένθος depth neut nom/voc/acc dual (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βένθος — Το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων. Χωρίζεται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος. Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φυτά που στηρίζονται στον πυθμένα, ενώ το ζωοβένθος περιλαμβάνει ζώα που είτε… … Dictionary of Greek